- τετραώδιο
- και τετράωδο, το / τετραῴδιον και τετράῳδον, ΝΜ(στην εκκλησιαστική υμνολογία) κανόνας που αποτελείται από τέσσερεις ωδές και ψάλλεται συνήθως τα Σάββατα, ιδίως τής Σαρακοστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -ῴδιον (< -ῳδός < ῳδή), πρβλ. τρι-ῴδιον].
Dictionary of Greek. 2013.